ψευδαποφάσκω

ψευδαποφάσκω
Α
1. προσποιούμαι άρνηση
2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ψευδαποφάσκων, -οντος
ψεύτης
3. φρ. «ψευδαποφάσκων λόγος» — ονομασία είδους σοφίσματος (Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + ἀποφάσκω «αρνούμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”